Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Γρηγόριος Βυζάντιος, Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως



Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1785, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αδριανουπόλεως Κύριλλο και διετέλεσε αρχιδιάκονός του. Όταν ο άγιος Κύριλλος έγινε οικουμενικός, συνέχισε να διατελεί αρχιδιάκονός του, μέχρι το 1818, οπότε εξελέγη μητροπολίτης Στρωμνίτσης. Το 1830 μετετέθη στην Αδριανούπολη, την οποίαν ποίμανε μέχρι το 1840, οπότε και αναγκάσθηκε σε παραίτηση από τους Τούρκους. Το 1837 κάλεσε την Τιμία Ζώνη στην επαρχία Αδριανουπόλεως και κατά την εκεί επίσκεψη της Τιμίας Ζώνης δώρισε ένα θυμιατό & ένα κατζίο αργυρά για να θυμιούν οι πατέρες την Τιμία Ζώνη. Ήταν κατά σάρκα αδερφός του αγίου Θεοδώρου του νεομάρτυρος του Βυζαντίου, του οποίου το άφθαρτο λείψανο σώζεται στη Μυτιλήνη. Στον κώδικα 1028 της βατοπαιδινής βιβλιοθήκης σώζεται κανών παρακλητικός στον άγιο Νεομάρτυρα Θεόδωρο το Βυζάντιο και οι επιστολές που έστειλε ο άγιος Μακάριος Κορίνθου για να παρηγορήσει τους γονείς του, οι οποίες γράφτηκαν κατά παραγγελία του πρώην Αδριανουπόλεως Γρηγορίου από κάποιον Ιάκωβο μοναχό.
Το θυμιατό που δώρισε ο Γρηγόριος στη Μονή Βατοπαιδίου, για να θυμιατίζουν την Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου



Κ.Δ.


Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Γρηγόριος ο Βυζάντιος και Άγιος Κύριλλος ο Αδριανουπολίτης

Ο Γρηγόριος (1785περίπου-1860) είναι ο μικρός αδελφός του Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου και προστάτου της Μυτηλήνης.
Έγινε Αρχιδιάκονος στην Αδριανούπολη (1813-1818) από τον Άγιο Κύριλλο, που ήταν Μητροπολίτης εκεί. Κατόπιν έγινε Μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως ή Στρουμνίτσης (1818-1830), επί Πατριαρχίας Κυρίλλου και τέλος Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως για δέκα χρόνια (1830-1840).
Ο Γρηγόριος, γινόμενος Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως το 1830,  χρηματοδότησε την επανέκδοση της «Ακολουθίας των Αγίων πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων των επί Ιουλιανού του Παραβάτου μαρτυρησάντων εν Τιβεριουπόλει τη κοινώς καλουμένη Στρουμνίτζη» του 1741, αφού συμπεριέλαβε στο β’ μέρος και εργίδια του πολυτάλαντου Πατριάρχη Κυρίλλου του Στ΄, που τόσο τιμούσε κι αγαπούσε.  
1741 - πρώτη έκδοση
1830 - δεύτερη έκδοση

Με την έκδοση αυτή, που διανεμόταν δωρεάν, ο Γρηγόριος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον αείμνηστο Πατριάρχη, αλλά και τους γονείς του, που τον βοήθησαν στην ανέλιξή του και συγχρόνως τιμούσε και την εκλογή του στην Μητρόπολη Αδριανουπόλεως.
Στην έκδοση αυτή λοιπόν διασώθηκαν και οι ευχές του Αγίου Κυρίλλου μας για  εγκαινιασμό σχολείου, τις οποίες σας παρουσιάζουμε :  

Ευχαί επί συστήσεως νέου διδασκαλίου, είτε κοινού, είτε ελληνικού.
Ο Θεός, ο Θεός ημών, ο τη ση εικόνι τιμήσας ημάς τους ανθρώπους, και αυτεξουσίω περιβαλών  θελήματι.
Ο εν τω Ναώ εισελθών, μεσούσης της εορτής και διδάσκων τον λαόν. Θαυμαζόντων δε των λαών και λεγόντων: πόθεν ούτος γράμματα οίδε, μη μεμαθηκώς; Δαβίδ δε, δεύτε τέκνα φωτίσασθε, λέγει, ακούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς.
Ο ενοικήσας και φωτίσας τας καρδίας των εικοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων και των δώδεκα Αποστόλων, ανυποκρίτως, δια της χάριτος του παναγίου Πνεύματος του κατελθόντως εν είδει πυρίνων γλωσσών και τα τούτων ανοίξας και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία Σου.
Αυτός κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών εξαπόστειλον το Πνεύμα σου το Πανάγιον εις την σχολήν ταύτην. Ίδρυσον αυτήν επί την στερεάν πέτραν. Εθεμελίωσον κατά την σην θείαν εν Ευαγγελίοις φωνήν, ην ουκ άνεμος, ουχ ύδωρ, ουχ έτερόν τι καταβλάψαι.  Ισχύσει και τους εν αυτή μέλλοντας οικείν και μαθητεύσαι πάσης επιβουλής του αντικειμένου ελευθέρωσον.
Τω μεν σχολάρχη και λοιποίς Διδασκάλοις, ως ποτέ τω Αρχιτέκτονι της σκηνής Βεσελεήλ, πνεύμα σοφίας, πνεύμα φωτισμού και δύναμιν λόγου παρεχόμενος επί το ορθοτομείν τον λόγον της αληθείας κατά το Σοι ευάρεστον, και εκπαιδεύειν και διδάσκειν τους υποτελούντας μαθητάς πάσαν επιστήμην και γνώσιν θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. Τα τε ήθη διορθού και ευχρήστους προς πάσαν πολιτικήν κοινωνίαν απεργάζεσθαι.
Τους δ’ έρωτι μαθήσεως προσερχομένους και μαθητιώντας συνέτισον, ενίσχυσον, όπως ως αγαθή γη και εύγεως άρουρα ευφυώς δεχόμενοι τα καταβαλλόμενα της παιδείας σπέρματα, αναβλαστήσωσι γενναίας εκφύσεις και συλλέξαντες ως εν αμητώ άφθονα δράγματα, τελεσφορήσωσι βρίθοντας τους καρπούς, μη μόνον εις τριάκοντα και εις εξήκοντα και εις εκατόν, αλλά και εις χιλιάδας και μυριάδας πληθυνομένους, πεπείρους  τε και τελειοτάτους εις πάσαν ωφέλειαν του Χριστεπωνύμου συντελούντας πληρώματος.
Εμφύτευσον εν τοις ωσί των καρδιών αυτών τα ιερά γράμματα, α η μεγαλουργός δεξιά Σου διεχάραξεν εν πλαξί τω νομοθέτη Μωσή επί τω αποβήναι και αυτόν ένα έκαστον διδάσκαλον και προστάτην άλλων φροντιστηρίων.  
Λύτρωσαι αυτούς τε και ημάς από πάσης επηρείας του διαβόλου, διατηρών άπαντας, πάσας τας ημέρας της ζωής ημών, προκόπτοντας εν πάσαις ταις εντολαίς Σου δια παντός, ότι Συ ει ο επίσκοπος των ψυχών ημών και Σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Γ.Ρ



Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Ιωσήφ Βρυέννιος (1350-1431): Σχετικά με τις συμφορές που έπεσαν πάνω μας

Περί των επιτεθέντων ημίν δεινών και τις ο τούτων σκοπός
(Σχετικά με τις συμφορές που έπεσαν πάνω μας και ποιος είναι ο σκοπός τους.)
Οι δυστυχίες που βρήκαν το γένος μας, όπως βλέπομε, είναι εν συντομία οι εξής:
Οι καιροί είναι από κάθε εποχή οι πιο δύσκολοι. Πονηρές οι ημέρες, το τέλος του χρόνου, τα γηρατειά του κόσμου, το ξεψύχισμα του σύμπαντος. Η ζωή μας αυτή είναι σύντομη, λανθασμένη και γεμάτη από πικρίες, και τα κακά εκτενέστερα από τις θάλασσες. Και να, οι γείτονές μας είναι εχθροί, όσοι δείχνουν φίλοι είναι άπιστοι, οι συγκάτοικοι μας κλέφτες, οι υιοί μας ανυπάκουοι και οι απλοί συγγενείς χωρίς στοργή.
Αυτοί που καραδοκούν να επωφεληθούν από τις δυσκολίες μας είναι πολλοί, μα περισσότεροι αυτοί που μας επιβουλεύονται. Αυτοί που μας διώκουν και μας πληγώνουν είναι πολλοί και από πολλά μέρη. Κανείς και από πουθενά, τολμώ να πω, δεν υπάρχει που να μας συνοδεύσει στη φυγή και να συμπονέσει μαζί μας. Διασκορπισθήκαμε χωρισμένοι σε όλες τις βασιλείες της γης. Μας εξουσιάζουν και δεν εξουσιάζομε. Τη χώρα μας ξένοι την κατατρώγουν, και δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήση. Οι νέες και οι νέοι του γένους μας δόθηκαν σε άλλα έθνη. Όλη την ημέρα τα μάτια μας αυτά βλέπουν και το δικό μας χέρι δεν μπορεί να βοηθήση.
Σε μας έμεινε μόνο καρδιά θλιμμένη, μάτια που σβήνουν και ψυχή που λιώνει, προβλήματα πάνω στα προβλήματα, φροντίδες πάνω στις φροντίδες, και αίματα πάνω στα αίματα παντού. Χάθηκε ο ευλαβής πάνω στη γη, λείπει ο στοχαστής, δεν βρίσκεται ο φρόνιμος. Στα παλαιά παρουσιαζόταν ο σοφός, τώρα δεν υπάρχει αυτός που θα κατανοήσει, αυτός που θα διορθώσει, αυτός που θα μας φέρη πίσω. Η πληγή είναι ολόσωμη, η αρρώστια γενικευμένη, φοβερό το τραύμα, η συμφορά απαρηγόρητη και μεγαλύτερη από κάθε παρακλητικό λόγο.
Καταφρονήθηκαν τα εκκλησιαστικά πράγματα, σάπισαν τα κρατικά, ανακατεύονται τα μακρινά, συγχέονται τα κοντινά. Τα πάνω γίνονται κάτω και τα κάτω πάνω. Οι Χριστιανοί διώκονται, οι ασεβείς ευνοούνται. Από εδώ μας καταδιώκουν οι Αγαρηνοί, από εκεί μας λεηλατούν οι Σκύθες, από τα δυτικά οι Ισμαηλίτες θερίζουν τους καρπούς μας, και από τα ανατολικά οι Πέρσες μας εκριζώνουν.
Ξεφεύγομε από το δράκοντα και συναντούμε το βασιλίσκο, διαφεύγομε από το λιοντάρι και πέφτομε πάνω στην αρκούδα. Όποιος γλυτώνει από το θάνατο, οδηγείται στη δουλεία, και όποιος απαλλαγή από τη δουλεία παραδίδεται στη σφαγή. Όπου και όποτε γίνονται ναυμαχίες στη θάλασσα ή μάχες στη στεριά, λεηλασίες ή μετοικεσίες, πάντως ακούεται ότι ένα μέρος από εμάς χάνεται.
Ό,τι συγκεντρώθηκε σε οικίες, το σκορπίζει ο φθόνος, και ό,τι διατίθεται για να βγάλει κέρδος, το αρπάζει ο ληστής. Ό,τι μπόρεσε να περάσει από τον κλοιό της πολιορκίας βούλιαξε στη θάλασσα. Και ό,τι γλύτωσε από το βυθό έπεσε στα χέρια ληστών. Επί πλέον επάγωσαν τα καλά και εφύτρωσαν τα λυπηρά, παρήλθαν τα δικά μας και ήλθαν τα αλλότρια. Φαγωθήκαμε, χαθήκαμε, διαφωνήσαμε και ως τραυματίες πια και παράφρονες γίναμε εκτός εαυτών. Επιταχύνεται διαρκώς η πορεία των πραγμάτων μας όλο και προς το χειρότερο.
Από τα μέχρι χθες και πρόσφατα άριστα έθη και γνωρίσματά μας, σήμερα ούτε ίχνος δεν αναγνωρίζεται. Και τα μέχρι πέρυσι καλύτερα από τα ήθη, φέτος δεν τα διακρίνομε πουθενά. Με αυτό και με εκείνο τόσο άλλαξαν αυτά, που δεν μπορεί κανείς να τα περιγράψει. Και όσο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα πράγματα περπατάμε σε αγκάθια, στεκόμαστε πάνω σε γκρεμό, βαδίζομε ανάμεσα σε φίδια, πορευόμαστε μέσα από παγίδες και περπατάμε πάνω σε επάλξεις πόλεων. Κάθε ώρα πόλεμοι, σφαγές, πείνες, πνιγμοί, αβάσταχτες στενοχώριες. Μυριάδες από γύρω μας οι απώλειες, και από παντού φθάνει η οργή του Θεού.
Και εμείς σαν να μη γίνεται κάτι καινούργιο, παραμένομε άπονοι και σκληροί. Αλήθεια ποιος σοφός θα μπορούσε να διεκτραγωδήση τα δικά μας, όπως πρέπει, αφού ξεπέρασαν κάθε θρήνο, και είναι πέρα από κάθε κλάμα;
Αυτά λοιπόν και τα παρόμοια τους, συμβαίνουν σε μας, ένεκα των σχηματισμών των αστερισμών, θα μας πη ο αστρολόγος.
Ο φυσικός θα πη ότι τα υπομένομε αυτά, ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, εξ αιτίας της θέσεως μας ανάμεσα στους Άραβες και τους Σαρακηνούς, τους Ισμαηλίτες και τους Σκύθες.
Ο άθεος θα υποστηρίξει, ότι όλα από μόνα τους τυχαία συμβαίνουν «χύδην και φύρδην». Ο δε έλληνας (ειδωλολάτρης) θα υποστηρίξη ότι οφείλονται όλα στην τύχη και στο γραμμένο.
Και ακόμα ο Αγαρηνός θα πη ότι αιτία τούτων είναι ότι δεν αποδεχθήκαμε τον αλιτήριο*, ενώ ο Εβραίος, επειδή πιστεύσαμε στο Χριστό.
Και ο καθένας από τους αιρετικούς, επειδή δεν υποκύψαμε στην αίρεσί του. Και ο όχλος των Ιταλών θα υποστηρίξει ότι μας συμβαίνουν αυτά, επειδή δεν υποταχθήκαμε στον πάπα.
Εγώ όλους αυτούς τους απορρίπτω, και είμαι απόλυτα πεπεισμένος και το ομολογώ ευθέως, ότι δεν θα τα παθαίναμε αυτά, εάν ήμασταν δυσσεβείς και τελείως απομακρυσμένοι από το Θεό.
Επειδή όμως είμαστε το ευσεβέστατο γένος από όλους τους ανθρώπους, στραμμένο κατ’ εξοχήν στο Θεό, και θέλομε βέβαια και ενδιαφερόμαστε να σωθούμε, και αυτό είναι για μας η ύπαρξη και η ζωή μας, και ο λόγος που ήλθαμε σ' αυτή τη ζωή. Θέλομε όμως αυτό να γίνει με καλοπέραση, με πλούτο και πρόσκαιρη δόξα.
Γι' αυτό ο Κύριος που με κάθε τρόπο προετοιμάζει τη σωτηρία μας, μας παρέδωσε να ντροπιασθούμε σε όλα τα έθνη, και την πρόσκαιρη αυτή ζωή μας, τη ρευστή και περαστική, την περιέβαλε με μύρια κακά, μήπως και έτσι, ακόμα και παρά τη θέλησί μας, οδηγηθούμε τελικά από αυτόν στη σωτηρία με κατάλληλο τρόπο.
Διότι από τα προαναφερθέντα κακά, άλλα οφείλονται σε μας τους ίδιους, και είναι ψυχικά αρρωστήματα· άλλα, έξω από εμάς, είναι κοσμικές συνέπειες, και άλλα μας τα φέρνει η θεία πρόνοια. Όμως και των όσων οφείλονται στην πρόνοια, και όσων είναι συμπτώματα κοσμικών ενεργειών, αιτία για όλα είναι οπωσδήποτε τα ψυχικά αρρωστήματα. «Δεν υπάρχει στην πόλι κακό που να μη το έστειλε ο Κύριος;» (Αμώς 3, 6). Δηλ. πείνες, αρρώστιες, νοσήματα, σφαγές, πολέμους, και ό,τι άλλο παρόμοιο, διότι όλα αυτά είναι αναιρετικά της αμαρτίας. Και δεν είναι από τη φύσι τους κακά, όμως θεωρούνται κακά, και βεβαίως εμποδίζουν να δημιουργηθούν τα αληθινά, που και από τη φύση τους είναι κακά, δηλ. οι ενέργειες των διαφόρων αμαρτημάτων.
Έτσι λοιπόν, και όχι όπως θα μπορούσε να πη κάποιος, επειδή είμαστε καταδιωγμένοι από το Θεό και αποκομμένοι από τη θεία αγάπη, τα υπομένομε αυτά. Όχι, μακρυά μια τέτοια ιδέα! Αλλά τα υπομένομε ως γνήσιοι υιοί, που απολαμβάνουν πατρική στοργή και παιδαγωγία. Αν, πράγματι, «όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδεύει, και μαστιγώνει κάθε υιό που αναγνωρίζει» (Παροιμ. 3,12), παιδευόμαστε λοιπόν από το φιλάνθρωπο Θεό και Πατέρα, «για να μη καταδικασθούμε και εμείς μαζί με τον κόσμο» (Α' Κορ. 11, 32).
Διαφορετικά, ποιοι είναι αυτοί που προσεγγίζουν το Θεό; Διότι πρέπει πάντως να είναι κάποιοι κοντά, και κάποιοι πλησιέστεροι. Και ποιοι λοιπόν είναι αυτοί; Αυτοί που ζουν νωχελικά, και φθείρονται με ζώα, και κυλίονται με άρρενες; Ή μήπως όσοι, αφού χύσουν αίμα Χριστιανών και ομοφύλων, αρπάζουν τις εκκλησιαστικές αρχές ληστρικά και τυραννικά; Και ποιος, που έχει νου και φρόνηση, θα τα υποστηρίξει αυτά; Εάν αυτά τα υπομένουμε παρά τη θέλησή μας, αλλά όμως σίγουρα τα κακά με τη θέλησή μας τα πράττομε.
Εάν κάποιος από εμάς δυσανασχετεί γι' αυτά, καθόλου παράξενο. Διότι ποιος, όταν από τον ιατρό καυτηριάζεται ή κόβεται, δεν φρίττει, δεν κλωτσάει και δεν θέλει να τ' αποφύγει;
Και εάν κάποιος απορεί και αγανακτεί λέγοντας, πώς δεν τα παθαίνουν αυτά και οι εθνικοί που αμαρτάνουν, ας καταλάβη το εξής: «Ο θάνατός τους δεν είναι βασανιστικός ούτε διαρκούν οι δοκιμασίες τους, δεν κοπιάζουν όπως οι άλλοι άνθρωποι, λοιπόν δεν θα μαστιγωθούν με τους ανθρώπους, αλλά με τους δαίμονες» (Ψαλμ. 72, 4-5). Και κοντά σε αυτό ας θυμηθή και το προφητικό ρητό: «Ο ασεβής φυλάσσεται διά να τιμωρηθή κατά την ορισμένην φοβεράν ημέραν» (Παροιμ. 16,9). Και το αποστολικό: «Εάν είσθε χωρίς παιδαγωγία, που την δοκίμασαν όλοι, άρα είστε νόθοι και όχι υιοί» (Έβρ. 12, 8). Και το ευαγγελικό: «Πλατειά και ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στην απώλεια» (Ματθ. 7,13).
 Όσοι λοιπόν εκπίπτουν από την πίστη, εξ αιτίας των δεινών, και χωρίς δεινά επρόκειτο να εκπέσουν από αυτήν κατ' άλλον τρόπον, δηλ. με την προσκόλληση στα πρόσκαιρα. Αλλά βεβαίως και το δικό μας μέλλον είναι άδηλο.

*Σ.μ.: Αλιτήριο χαρακτηρίζει τον Μωάμεθ

Μοναχού Ιωσήφ Βρυεννίου, Κεφάλαια επτάκις επτά, κεφ. ΜΣΤ', εν Μοναχού Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Παραλειπόμενα, εκδ. Βασιλείου Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 126-129.
Τα πνευματικά αίτια της άλωσης της Πόλης και 
η ηθικοοικονομική κρίση της εποχής μας.
Εκδόσεις: "Ορθόδοξος Κυψέλη".

http://www.impantokratoros.gr/ioshf-bryennios-symfores.el.aspx 
                                                                                  


Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Βρυέννιοι

Όνοµα µεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας του Βυζαντίου από την Αδριανούπολη της Θράκης. Οι σηµαντικότεροι είναι :

Θεόκτιστος Βρυέννιος (9ος αι.)
∆ιετέλεσε στρατηγός του θέµατος της  Πελοποννήσου το 849. Αντιµετώπισε µε επιτυχία εξεγέρσεις σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο.

Νικηφόρος Βρυέννιος (αρχές 11ου -12ος αι.)
Ο Νικηφόρος ο πρεσβύτερος, από την Αδριανούπολη, ήταν στρατηγός του Βυζαντίου. Κατέπνιξε την επανάσταση του δούκα των Παριστρίων Νέστορα, και των Πετζενέγων. Καθαιρέθηκε όμως από την Βυζαντινή αυλή. Το 1077 ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στο Δυρράχιο και κατέλαβε τις δυτικές επαρχίες του κράτους και απείλησε την Κωνσταντινούπολη. Το 1078 ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, για να αποφύγει τον εμφύλιο πόλέμο, έστειλε απεσταλμένους προς τον Βρυέννιο, προσφέροντάς του το αξίωμα του Καίσαρα και ζητώντας του να σταματήσει την αντιπαράθεση. Ο Βρυέννιος απέκρουσε τις προτάσεις αυτές, όπως και τις δύο επόμενες πρεσβείες που ακολούθησαν. Ακολούθησε μάχη στην θέση Καλαβρύη της Θράκης. Ο Βρυένιος ηττήθηκε  και έπεσε αιχμάλωτος του επόμενου αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος κατ εισήγηση του Βορίλου για να τον τιμωρήσει τον τύφλωσε. Ο συντοπίτης του Βοτανειάτης όμως ζήτησε και τον κράτησε στα κτήματά του. Έτσι παρέμεινε ανενόχλητος στην Αδριανούπολη και μάλιστα ηγήθηκε της άμυνας της πόλης ενάντια σε μία επίθεση των Κουμάνων το 1094/1095.

Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος (μέσα 11ου -12ος αι.)
Γεννήθηκε το 1062 στην Αδριανούπολη και ήταν γιος του ομωνύμου στρατηγού. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν λόγιος άνδρας, ικανός διπλωμάτης, σπουδαίος ρήτορας και γενναίος στρατιώτης.
Ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός, εκτιμώντας την μόρφωση και την φυσική ωραιότητά του, του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του Άννα Κομνηνή και τον τίμησε με το αξίωμα του καίσαρος. Επίσης του εμπιστεύτηκε σημαντικές στρατιωτικές αποστολές. 
Ο Νικηφόρος διηύθυνε την άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως εναντίον του στρατού του Γοδεφρείδου της Μπουιγιόν κατά την διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας το 1097, ενώ το 1116 ηγήθηκε της εκστρατείας των Βυζαντινών εναντίον του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου. 
Μετά τον θάνατο του Αλεξίου Α΄ το 1118 η Άννα Κομνηνή και η μητέρα της Ειρήνη Δούκαινα, οργανώνοντας συνωμοσία εναντίον του νομίμου διαδόχου Ιωάννη Κομνηνού, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τον ανεβάσουν στον θρόνο. Ο ίδιος ο Νικηφόρος έδειξε αδιαφορία και συνέχισε να είναι νομιμόφρων στον Ιωάννη Κομνηνό. 
Συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα, έγραψε δε ιστορικό έργο για τον Αλέξιο Κομνηνό, καθώς και φιλοσοφικές και ρητορικές πραγματείες. Κυριότερο έργο του είναι η Ύλη Ιστορίας, χωρισμένη σε τέσσερα βιβλία. Ο Νικηφόρος  πέθανε το έτος 1137.

Αδελφοί Μιχαήλ και Μανουήλ Βρυέννιος (αρχές 14ου αι.)

Ο Μιχαήλ Βρυέννιος ήταν λόγιος κληρικός του 14ου αιώνα. Το όνομά του αναφέρεται σε γραπτά του έτους 1340. Στην δημόσια βιβλιοθήκη του Παρισιού φυλάγεται χειρόγραφό έργο του με τον τίτλο «Περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος κατά Λατίνων» με αριθμό 1267.

Ο Μανουήλ Βρυέννιος ήταν μουσικός, θεωρητικός και συγγραφέας. Ο Μανουήλ είναι ίσως ο τελευταίος θεωρητικός της μουσικής που δίνει σημαντικές πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική. Έζησε κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Παλαιολόγου (1285-1320). 
Άφησε ένα σημαντικό έργο μουσικής, με τον τίτλο Αρμονικά, που εκδόθηκε στα ελληνικά και λατινικά από τον Ι. Wallis στον τρίτο τόμο του έργου του Opera Mathematica (3 τόμοι, Οξφόρδη, 1699), σσ. 359-508, μαζί με τα Αρμονικά του Πτολεμαίου (σσ. 1-152) και τα Σχόλια του Πορφύριου (στα Αρμονικά του Πτολεμαίου, σσ. 189-355). Τα Αρμονικά του Βρυέννιου διαιρούνται σε τρία βιβλία και είναι μια συλλογή από αρχαίες ελληνικές πραγματείες για τη μουσική, όπως του Αριστόξενου, του Αριστείδη Κοϊντιλιανού, του Νικόμαχου, του Πτολεμαίου, του Θέωνα του Σμυρναίου και άλλων. Γι' αυτό περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική• από αυτή την άποψη είναι το τελευταίο έργο που μας φέρνει σε επαφή με την αρχαιότητα.

Ιωσήφ Βρυέννιος (1350-1431 περίπου)

Ο μοναχός της μονής Στουδίου και λόγιος Ιωσήφ Βρυέννιος διέθετε μεγάλη μόρφωση και εξασκούσε επιρροή στα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε περί το 1350 μ.Χ. και πέθανε περί το 1431, μόλις επτά χρόνια πριν συνέλθει η Σύνοδος στην Φερράρα για να συζητήσει για την ένωση των Εκκλησιών.  
Ήταν «διδάσκαλος της Ιεράς των χριστιανών θεολογίας και διδάσκαλος των Επιστημών εκ Βασιλέως κεχειροτονημένος».
Ήταν επίσημος ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου και κύρηττε στο Ι.Ν. της Αγίας Σοφίας. Επίσης διορίσθηκε ως «διδάσκαλος των διδασκάλων», δηλαδή πρύτανης της Πατριαρχικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως. 
Ήταν γνώστης της ελληνικής και ιταλικής γλώσσας. Ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός και ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, και οι δύο ομολογητές της πίστεως, ήταν μαθητές του. 
Έγραψε πολλά σημαντικά συγγράμματα και αγωνίστηκε για την ορθοδοξία.

Είναι αξιοπρόσεκτοι οι χαρακτηρισμοί που του προσδίδει ο ομολογητής της πίστεως, άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, σε στίχους που εγράφησαν στο τάφο του διδασκάλου του. Κατά τον άγιο Μάρκο Ευγενικό ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν «πυρίπνους», «θεηγόρος βρύσις», «ο του Λόγου πρόμαχος ενθέοις λόγοις», «ο στερρότατος της αληθείας στύλος», ο «φανότατος ορθοδοξίας λύχνος», «ο λαμπρότατος των αγαθών εργάτης και τερπνότατος των καλών επαινέτης, ο δογματιστής ακριβής πλανωμένοις». Και καταλήγει: «Αλλ’ ω, Πάτερ μέγιστε, Πατέρων κλέος, μέμνησο και νυν των ποθεινών σου τέκνων, Θεώ παρεστηκώς, τη μεγάλη Τριάδι».
Γ.Ρ

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Το μοναδικό οστό του αγίου μας Κυρίλλου ΣΤ΄

     Όπως είναι γνωστό από πληροφορία του Π. Αξιωτίδη στο βιβλίο του "Η Αδριανούπολις", τα οστά του Αγίου μας και Πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ΄ του Αδριανουπολίτη μεταφέρθηκαν το 1922 μέσα σε κιβώτιο σφραγισμένο μαζί με άλλα 68 κιβώτια που περιείχαν όλα τα σωζόμενα κειμήλια της Αδριανούπολης στο ισόγειο της Ακαδημίας Αθηνών, όπου τότε στεγαζόταν το Βυζαντινό Μουσείο. Επειδή όμως σύντομα ο μικρός χώρος του Μουσείου γέμισε και από κιβώτια άλλων περιοχών, αποφασίστηκε να γίνει διασπορά των κειμηλίων σε διάφορα μουσεία της Αθήνας και ποιος ξέρει πού αλλού. 
    Σε εκείνο το σημείο χάνονται και τα ίχνη των οστών του αγίου Κυρίλλου. Το μοναδικό οστό που αποδεδειγμένα σώζεται βρίσκεται στην Ι.Μ.Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους, μέσα σε επιστήθιο οστεοφυλάκιο που φορούσε πάνω του ο Γρηγόριος Αδριανουπόλεως, ο οποίος από το 1840 ως και την κοίμησή του το 1860 ήταν μοναχός στο Βατοπαίδι.
   Το επιστήθιο αυτό οστεοφυλάκιο με το οστό του αγίου Κυρίλλου μας έφερε για προσκύνημα πέρυσι στη Νέα Ορεστιάδα ο ηγούμενος της μονής Βατοπαιδίου, γέροντας Εφραίμ, μετά από πρόσκληση του Μητροπολίτη μας κ.κ. Δαμασκηνού και αφού πρωτύτερα ο Σύλλογός μας είχε αποκαλύψει την ύπαρξή του.

Στο κέντρο του οστεοφυλακίου διακρίνεται το οστό του αγίου Κυρίλλου. Αυτό το οστεοφυλάκιο φορούσε στο λαιμό του ο Γρηγόριος Βυζάντιος, Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως.
Δ.Κ.

Γρηγόριος Βυζάντιος, Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως



Από το 1830 μέχρι το 1840 Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν ο Γρηγόριος Βυζάντιος, πρώην αρχιδιάκονος του Αγίου και Πατριάρχη Κυρίλλου του ΣΤ΄. Το 1837 κάλεσε στην επαρχία Αδριανουπόλεως την Τιμία Ζώνη από την Ι.Μ.Μονή Βατοπαιδίου. Κατά την εκεί επίσκεψη της Τιμίας Ζώνης δώρισε στους μοναχούς ένα θυμιατό και ένα κατζίο αργυρά, για να θυμιατίζουν οι πατέρες την Τιμία Ζώνη.


Το κατζίο που δώρισε ο Γρηγόριος Αδριανουπόλεως στην Ι.Μ.Μονή Βατοπαιδίου



Απόσπασμα της επιστολής του Γρηγορίου, που συνόδευε τη δωρεά του κατζίου και του θυμιατού.
Δ.Κ.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Πλημμύρες και επιδημίες στην Αδριανούπολη

Η Αδριανούπολη επειδή βρίσκεται δίπλα σε τρία ποτάμια (Έβρος, Τούντζας και Άρδας) γνώρισε συχνές και μεγάλες πλημμύρες. 


Συγκεκριμένα το 1858 όταν οι πληγέντες ονόμασαν την πλημμύρα «το μεγάλο νερό». Τότε τα νερά του Τούντζα έφθασαν στο προαύλιο του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στο Γιλδιρίμ. 


Αξιόλογες πλημμύρες έγιναν και στα χρόνια 1861, 1867, 1894.

Το 1897 η πλημμύρα του Τούνζα προξένησε πολλές ζημιές στα τσιφλίκια της οικογένειας Αλτιναλμάζη και του Μιλτιάδη Εφέντη.


Όμως οι κάτοικοι τις Αδριανούπολης υπέφεραν κι από επιδημικές λοιμώδεις αρρώστιες που ήταν: οι εντερικές λοιμώξεις, ο τύφος, η χολέρα και η γρίπη.

Οι δύο πρώτες προερχόταν από το νερό των ποταμών που χρησιμοποιούνταν σε διάφορες χρήσεις κι ως πόσιμο ακόμη, αν και αρχές του 20ου αι. νερουλάδες διέτρεχαν τους δρόμους του Κάστρου και των άλλων περιοχών μεταφέροντες νερό από τις πηγές της περιοχής (Ντεμερντές και Σινεκλί).

Η χολέρα εμφανίστηκε σε Βουλγάρους αιχμαλώτους του Βαλκανικού πολέμου του 1912-1913 που διαβιούσαν, κάτω από άθλιες συνθήκες σε στρατόπεδα μέσα στη νησίδα Σαράι (του ποταμού Έβρου). Όμως το κράτος αντέδρασε άμεσα και η αρρώστια δεν μεταδόθηκε στους κατοίκους της πόλης. 


Τέλος η ασιατική γρίπη του 1919 έπληξε όλη την Ευρώπη και μαζί και την Αδριανούπολη. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν έναν ή περισσότερους αρρώστους, ενώ υπήρξαν και απώλειες.


Γ.Ρ
 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Η αυτοδιοίκηση της Ελληνορθόδοξης κοινότητας Αδριανούπολης

Η Δημογεροντία ήταν η ανώτατη διοικητική και δικαστική αρχή της Ελληνορθόδοξης κοινότητας με πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Υπό τη δικαιοδοσία της υπάγονταν όλα τα κοινοτικά σώματα: εφορεία, εκκλησιαστική επιτροπή, αδελφότητες κ.ά.
Δεν γνωρίζουμε πότε η Δημογεροντία της Αδριανούπολης  αποφάσισε να συντάξει τον δικό της κανονισμό. Γνωρίζουμε, όμως, ότι τα τέλη του 17ου αιώνα, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669-1707), μαζί με τον Αδριανουπόλεως Αθανάσιο (1692-1709) συνέταξαν κανονισμό της Δημογεροντίας Αδριανουπόλεως. Ο κανονισμός όμως αυτός δεν σώζεται.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1840 η δωδεκαμελής Δημογεροντία συνέταξε νέο κανονισμό, ο οποίος επικυρώθηκε από τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Γεράσιμο (1840-1853). Ο κανονισμός αυτός αποτελούνταν από έξι άρθρα και θα είχε ισχύ για ένα έτος, όπως αναφέρει το 6° άρθρο του, αλλά για το διάστημα 1840-1884 δεν γνωρίζουμε αν η Δημογεροντία συνέταξε νέο κανονισμό ή αν αναθεώρησε τον κανονισμό του 1840. Όμως από συνεδρίαση της Δημογεροντίας, με ημερομηνία 8 Μαρτίου του 1894 πληροφορούμαστε ότι ο κανονισμός, που ίσχυε από το 1884, παρουσίασε ορισμένα κενά και η Δημογεροντία  θεώρησε αναγκαίο να γίνουν κάποιες προσθήκες σε ορισμένα άρθρα του.. Μετά την ψήφιση του κανονισμού θα τροποποιούνταν ανάλογα και ο κανονισμός της Κεντρικής Εφορείας.
 
Στη συνέχεια, αναφορές για τον κανονισμό της Δημογεροντίας συναντούμε σε συνεδρίαση του 1902, όπου ορισμένα μέλη της Δημογεροντίας πρότειναν να τροποποιηθούν μερικά άρθρα του κανονισμού και κυρίως αυτά που αφορούσαν τα καθήκοντα των Δημογερόντων.  Τελικά την 1 Φεβρουαρίου του 1904 στη Γενική Συνέλευση των πολιτών παρουσιάστηκε ο αναθεωρημένος κανονισμός από τη συντακτική επιτροπή και ψηφίστηκε.

1η Σελίδα του κανονισμού
Τελευταία Σελίδα του Κανονισμού

Ο κανονισμός αυτός,  μοναδικός και πλήρης, διασώζεται σήμερα στους Κώδικες της Ι. Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως. Αποτελείται από 32 άρθρα και μας δίνει πλήρη γνώση για το πώς λειτουργούσε η Δημογεροντία και γενικότερα η Ελληνική κοινότητα. Τον κανονισμό υπέγραψαν ο Μητροπολίτης Κύριλλος και οι Δημογέροντες Μιλτιάδης Αλτιναλμάζης, Θεόδωρος Παρασχίδης, Αριστοτέλης Δουκίδης, Στέφανος Τζιρίτης, Ιάκωβος Στεφανίδης, Κωνσταντίνος Αλεξιάδης και Κωνσταντίνος Καλλίου. Στο τέλος του κανονισμού υπογράφουν ακόμη είκοσι επτά μέλη που έλαβαν μέρος στη Γενική Συνέλευση των πολιτών.

Σύμφωνα με τον κανονισμό η Δημογεροντία αποτελούνταν από δώδεκα μέλη, τα οποία εκλέγονταν από την Εκλογική Συνέλευση. Δημογέροντες μπορούσαν να εκλεγούν οι Χριστιανοί Οθωμανοί υπήκοοι που ήσαν εγκατεστημένοι στην Αδριανούπολη και είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους. Η εκλογή τους γινόταν με μυστική ψηφοφορία και η θητεία τους ήταν διετής. Μπορούσαν να εκλεγούν και για δεύτερη περίοδο όχι, όμως, κατά σειρά για τρίτη περίοδο, αν δεν μεσολαβούσε τουλάχιστον ένα έτος. Σε περίπτωση που παραιτούνταν ή πέθαινε κάποιος Δημογέροντας αντικαθιστούνταν από τον πρώτο επιλαχόντα. Κανείς από τους Δημογέροντες δεν μπορούσε να είναι συγχρόνως και μέλος της Κεντρικής Εφορείας.

Τα βασικά καθήκοντα της Δημογεροντίας ήταν: να φροντίζει τα συμφέροντα της κοινότητας, να διαχειρίζεται υπεύθυνα την κινητή και ακίνητη περιουσία των ναών, των εκπαιδευτηρίων, του κηροποιείου, της Φιλόπτωχου Αδελφότητος, της Επιτροπής Ελέους και των μονών (Εκκλησιές- Μετόχια που ανήκαν σε μοναστήρια).
Επιπλέον, υπήρχε και ο κανονισμός της Κεντρικής Εφορείας που ασχολούνταν με τη βελτίωση της εκπαίδευσης της πόλεως, την ίδρυση σχολείων, τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας τους, την εκμάθηση της γλώσσας. Τέλος με τον ξεχωριστό κανονισμό των επιτρόπων διασφαλιζόταν η ορθή λειτουργία των ναών της πόλης και των προαστίων της. 

Ο κανονισμός της Δημογεροντίας μπορεί να χαρακτηριστεί και ως βάση των επόμενων δύο κανονισμών (της Κεντρικής Εφορίας και των Επιτρόπων), διότι η Δημογεροντία ήταν το ανώτατο διοικητικό σώμα της κοινότητας από το οποίο εξαρτιόνταν όλα τα σωματεία της πόλης, διαδραμάτιζε δε σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά - κοινοτικά θέματα. Η Κεντρική Εφορεία βρισκόταν σε συνεργασία με τη Δημογεροντία στα εκπαιδευτικά θέματα της πόλης, ενώ οι Επιτροπές των ναών εξαρτιόνταν από τη Δημογεροντία. Η Δημογεροντία αποφάσιζε, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως για όλα τα κοινοτικά θέματα και το έργο της ήταν πολύ σημαντικό. 

Οι τρεις κανονισμοί  (της Δημογεροντίας, της Κεντρικής Εφορείας και των Επιτρόπων) όντος έχουν μεταξύ τους κοινούς δεσμούς. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από τη Γενική Εκλογική Συνέλευση της Κεντρικής Εφορείας, καθώς και τη Γενική Εκλογική Συνέλευση της Δημογεροντίας, στις οποίες έπαιρναν μέρος αντιπρόσωποι της Δημογεροντίας, της Κεντρικής Εφορείας, Επίτροποι των ναών της πόλης και των προαστίων της, εκπρόσωποι των Αδελφοτήτων και των Συντεχνιών της πόλης. Έτσι λοιπόν με πλήρη εκπροσώπηση και με βάση τους τρεις κανονισμούς ρυθμίζονταν τα πράγματα της Ορθόδοξης κοινότητας.

Στις 27 Φεβρουαρίου του 1904, η Δημογεροντία, σε συνεδρίαση της, αποφάσισε να εκδώσει τον κανονισμό της Δημογεροντίας σε 100 αντίτυπα, τα οποία θα μοίραζε στις επιτροπές των ναών και στις συντεχνίες της πόλης. Στις 5 Μαρτίου του 1904, αποφάσισε να αυξήσει τον αριθμό των εντύπων σε 300 και ανέθεσε την παραγγελία τους στον βιβλιοπώλη Βασίλη Βαφειάδη. 

Για πέντε περίπου έτη στα πρακτικά της Δημογεροντίας δεν γίνεται λόγος για αναθεώρηση του κανονισμού της Δημογεροντίας. Αυτό σημαίνει ότι ο κανονισμός ίσχυε κανονικά χωρίς να παρουσιάζει κενά. Προβλήματα άρχισαν να παρουσιάζονται από τα τέλη του 1909 και τελικά έφθασε η 17 Απριλίου του 1922 για να συνέλθει η Γενική Συνέλευση των πολιτών υπό την Προεδρίαν της Α. Σεβασμιώτητος του Μητροπολίτου Αγίου Αδριανουπόλεως Κυρίου Πολυκάρπου ... συνωδά υπό χρονολ. 16 Ιανουαρίου ε. ετ. αποφάσει αυτής προς επιψήφισιν του αναθεωρηθέντος υπό ειδικής Επιτροπής…Κανονισμού της Κοινότητος, ανεγνώσθη ούτος κείμενος εκ 36 άρθρων και μετά τινας τροποποιήσεως και αρθραφαιρέσεως σημειωθείσας εν τέλει αυτού, επεψηφίσθη. 


Ο τελευταίος κανονισμός ίσχυσε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, διότι τον Οκτώβριο του 1922 οι κάτοικοι της Αδριανούπολης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα «πατρώα» εδάφη για να εγκατασταθούν στο Καραγάτς και απ’ εκεί οριστικά στην Ελλάδα.

Γ.Ρ

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Η μεγάλη πυρκαγιά της Αδριανούπολης, 1905.

  Η μεγάλη πυρκαγιά, σύμφωνα με όσα έγραψε η εβδομαδιαία εφημερίδα της Αδριανούπολης «ΕΒΡΟΣ»,  ξεκίνησε στις 20 Αυγούστου του 1905 από μία αρμένικη κατοικία στην συνοικία Τοπ- Καπού και μέσα σε δύο ώρες, αφού κατέκαψε αυτή τη συνοικία, έφθασε στη συνοικία της Μητρόπολης.  Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρε τεράστιες διαστάσεις και εξαπλώθηκε σε άλλες συνοικίες της πόλης. Μέσα σε είκοσι ώρες, αν και δεν αναφέρθηκαν θύματα, προξενήθηκαν τεράστιες υλικές ζημιές. 

 
  Από επιστολή του Μητροπολίτη Αδριανούπολης Κυρίλλου (1890-1908) προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και σε άλλους φορείς,  πληροφορούμαστε ότι κάηκε η μισή ενορία της Μητρόπολης, εκτός από τον Μητροπολιτικό Ναό και το Επισκοπικό μέγαρο, των οποίων η διάσωση οφείλεται στην δράση του Νομάρχη (Βαλή) Αδριανουπόλεως. Συγκεκριμένα, κάηκαν: 1) ολόκληρη η ενορία του Σωτήρος Χριστού (Μεταμορφώσεως του Σωτήρος) με το ναό, τα δύο Νηπιαγωγεία της και το κτίριο του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, εκτός από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, 2) ολόκληρη η ενορία της Παναγίας της Κουλικαρέας (της Γεννήσεως της Θεοτόκου) μαζί με το ναό, 3) τμήμα της ενορίας του Αγίου Νικολάου, εκτός από το ναό, ο οποίος σώθηκε χάρη στην κατεδάφιση της διπλανής οικίας αρμένισσας, μετά από άδεια της αστυνομίας και 4) μέρος της ενορίας των Ταξιαρχών. Ζημιές υπέστησαν όλες οι αρμένικες οικίες, ο ναός τους (Surp Toros) και το σχολείο, οι περισσότερες εβραϊκές οικίες, όλες οι συναγωγές, καθώς και ο ρωμαιοκαθολικός ναός και η βουλγαροουνίτικη σχολή (Ecole Bulgare Catholique). Κάηκαν συνολικά 1650 οικίες, από τις οποίες οι 350 ελληνικές.
  
   Τη δεύτερη ημέρα της πυρκαγιάς (21 Αυγούστου) ο Μητροπολίτης συγκάλεσε τη Δημογεροντία και την Εφορεία και διόρισε επιτροπή  για την φροντίδα των θυμάτων της πυρκαγιάς. Η επιτροπή, για να εξασφαλίσει πόρους, έστειλε επιστολές σε διάφορα πρόσωπα και φορείς. Συγκέντρωσε σημαντικά ποσά που τα διέθεσε για τον προαναφερθέντα λόγο, αφού κατάρτισε, στις 14 Σεπτεμβρίου 1905, κατάλογο βοηθούμενων. Η επιτροπή επίσης έδωσε και δάνεια, πέρα από την βοήθεια και οικοδόμησε καμένες κατοικίες.
   Στις αρχές Ιουλίου του 1906 η Μητρόπολη Αδριανούπολης κατάφερε να αποσπάσει άδεια από την Οθωμανική κυβέρνηση για να οικοδομηθούν μαζικά κατοικίες, που είχαν καταστραφεί από τη φωτιά και έτσι η επιτροπή κατήρτισε κατάλογο των οικογενειών των οποίων  θα οικοδομούνταν οι κατοικίες, αναθέτοντας σε αρχιτέκτονα τα σχέδιά τους. Τέλος εκτός από τη μέριμνά της για τα θύματα, φρόντισε να ανοικοδομήσει και να επισκευάσει τους ναούς και τα ιδρύματά της που καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές, όμως οι ναοί του Χριστού και της Παναγίας κατεδαφίστηκαν καθώς δεν ήταν σε θέση να επιδιορθωθούν. Επίσης φρόντισε με δάνειο να ανοικοδομηθεί ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, που είχε καταστραφεί. 
Γ.Ρ

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Ο χώρος της Μητρόπολης Αδριανουπόλεως - γύρω στα 1913

  Σε επιχρωματισμένη βουλγαρική κάρτα του 1913 - βουλγαρική κατοχή στην Αδριανούπολη- διακρίνεται ο χώρος της Μητρόπολης Αδριανούπολης με το Καμπαναριό , τη Δεξαμενή, το Μητροπολιτικό Μέγαρο, η υπερυψωμένη σκεπή και το ιερό του Ι.Ν Κοιμήσεως της Θεοτόκου.