Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Επιστολή Αγίου Κυρίλλου (Λόγιος Ερμής 1813)


O αδριανουπολίτης Άγιος Κύριλλος ο Στ΄ Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικός Πατριάρχης  εφρόντιζε ιδιαίτερα τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων με την ίδρυση και σωστή λειτουργία των ελληνικών σχολών.
Στην παρούσα ανάρτηση δημοσιεύουμε επιστολή του προς τον λόγιο Κωνσταντίνο Κούμα για την ανάθεση της διεύθυνσης της ελληνοφιλοσοφικής σχολής εν Κουρούτζεσμε.
Η επιστολή αυτή δημοσιεύθηκε στον Λόγιο Ερμή του 1813 και συνοδεύεται με σχόλια των εκδοτών του.
 
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑΙ ΑΓΓΕΛΙΑΙ[1]
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης και οικουμενικός Πατριάρχης.
Σοφολογιώτατε διδάσκαλε, και ημέτερε κατά πνεύμα υιέ αγαπητέ και περιπόθητε κύριε Κωνσταντίνε Κούμα, χάρις είη τη αυτής σοφολογιότητι και ειρήνη παρά Θεού, παρ΄ημών δε ευχή, ευλογία και συγχώρησις. Των πολλών ένεκα ευεργεσιών και χαρίτων, ων παρά της απείρου αγαθότητος του φιλανθρωποτάτου Θεού ηξιώθημεν, ου μόνον ημείς, εξ αυτής της εις τον βίον εισόδου, αλλά και πάντες οι του γένους περιφανώς συμπροέχοντες, την κατά χρέος ειγνωμοσύνην αποδούναι προηρημένοι, πάσης άλλης πράξεως και αγαθοεργίας προτιμοτέραν τιθέμεθα την προς το ομογενές και ομόφυλον αντίληψιν εν τω καλλίστω της ψυχικής τελειότητος μέρει, δια πορθμεύοντες ούτω προς αυτόν τον μεγαλόδωρον ημών ευεργέτην της ευγνωμοσύνης ημών την απόδοσιν, διο και εμμελέσι φροντίσιν ου διαλείπομεν απαραιτήτως επισκεπτόμενοι και περιθάλποντες τα πανταχού κείμενα του γένους ημών φροντιστήρια προς ψυχικήν τελειότητα και επίδοσιν των ομογενών, πολλώ δη μάλλον προνοούντες περί της εν τω Κουρούτζεσμε του καθ΄ημάς καταστένου ελληνικοφιλοσοφικής σχολής, αφ΄ης ως από πηγής αρχεγόνου εκχείσαι βουλόμεθα τα διειδέστατα της παιδείας και παντοίας μαθήσεως νάματα προς άπαν το γένος δαψιλώς μετοχετευόμενα. Περί αυτής τοίνυν της παγκοίνου του ημετέρου γένους σχολής, σκεπτομένοις ημίν ήδη, και του εν αυτή ευκαίρως και αρμοδίως αποκατασταθησομένου σχολάρχου και διδασκάλου, ως περίτινος βάσεως και αρχής, ή μάλλον ειπείν, ψυχής αναγκαίας προς την εύρυθμον της σχολής κίνησιν, και την σκοπουμένην μεγίστην ωφέλειαν, έδοξε δια κοινής συναινέσεως και ομοφώνου προσπαθείας προσκαλέσασθαι την σην σοφολογιότητα, και εμπιστεύσασαι αυτή την σχολαρχίαν∙  εικότως∙  οίδαμεν γαρ εκ των πραγμάτων το υπερβάλλον της υπολήψεως αυτής, και της διδασκαλίας το εμβριθές, και των γνώσεων το δαψιλές και πολύχουν, και το πεπυκνωμένον και υψηλόν των νοημάτων, ναι δη και το προς επίδοσιν των μαθητιώντων επιμελές και φιλοπονώτατον, και των παραδόσεων το ευμέθοδον, και επί πάσι της διοικήσεως το περιδέξιόν τε και εύστοχον, δι΄ων ουδείς αντερεί λόγος, ως επί την τοιαύτην διδασκαλικήν αναχθείσα καθέδραν, και τας ηνίας της οικουμενικής, ως ειπείν, ταύτης αναζωσαμένη σχολής, αυτή μεν κλέος ανάλογον περιθήσει και αύχημα, τω δε γένει πολλώ μείζονα παρέξεται την ωφέλειαν. Τούτου χάριν και γράφοντες δια της παρούσης ημετέρας πατριαρχικής και συνοδικής επιστολής, προσκαλούμεν αυτήν, και ταις εγκαρδίοις αυχαίς ημών και ευλογίαις, εφοδιάζοντες, προτρεπόμεθα, και πατρικώς εντελλόμεθα, όπως επιδεικνυμένη πραγματικώτερον τον υπέρ της κοινής επιδόσεως του γένους πόθον αυτής, χωρίς τινος δισταγμού και προφάσεως ή καιρού υπερθέσεως οδού αψαμένη, κινήση και έλθη ενταύθα εις βασιλεύουσαν, παραλαβούσα μεθ΄εαυτής τον εντιμολογιώτατον Οικονόμον κύριον Κωνσταντίνον, ικανόν όντα προς την παράδοσιν των γραμματικών και ρητορικών μαθημάτων, και μετά την αισίαν και επιπόθητον εις τα ώδε έλευσιν αυτής, και την εν τη ρηθείση σχολή αποκατάστασιν, προτεθείσης κοινής συνδιασκέψεως, παν είτι φανείη συντελεστικόν προς την καλήν αρμονίαν προχείρως διαπεραιωθήσεται συν Θεώ αντιλήπτορι. Επεί δε η παρ΄αυτής εις τόδε επισκεφθείσα αυτόθι σχολή φυτεία και καταβολή της αυτής τα εικότα, εκλέγουσα και αποθιστώσα εν αυτή άξιον διάδοχον ένα των γνησίων αυτής μαθητών τον μάλλον ικανόν και πρόσφορον, ίνα μη ζημιώται η φιλομαθής νεολαία περί την επί τα πρόσω επίδοσιν, ης ζημίας ουδαμώς ανέχεται η επαγρυπνούσα εκκλησιαστική και κοινή του γένους πρόνοια και διενεργουμένη φροντίς. Κεχηκότες περιμένομεν την φαιδράν αυτής παρουσίαν, ίνα και ταις προσωπικαίς πατρικαίς ημών ευλογίαις καταστέψωμεν αυτήν εν Χριστώ, ου η χάρις, και το άπειρον έλεος είη μετά της σης σοφολογιότητος.
                                                                    αωιγ Νοεμβρίου.
Κωνσταντινουπόλεως και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Καισαρείας Φιλ.όθεος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Εφέσου Διονύσιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Ηρακλείας Μελέτιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Κυζίκου Κωνστάντιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Νικομηδίας Αθανάσιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Χαλκηδόνος Γεράσιμος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Δέρκων Γρηγόριος και εν Χριστώ ευχέτης.
Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Νεοκαισαρείας … και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Λαρίσσης Πολύκαρπος και εν Χριστώ ευχέτης.
Δεβρών Άνθιμος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.


[1] Ιδού και άλλη απόδειξις περί του πόσην φροντίδα καταβάλλει η μεγάλη Εκκλησία περί της επιδόσεως του γένους εις την παιδείαν∙ αλλά και το όνομα του προς το παρόν περικλεώς διακοσμούντος τον πατριαρχικόν θρόνον ελπίδας καλάς και μεγάλας δίδει εις τους φίλους του γένους∙ το εξής όμως προ πάντων είναι αξιοσημείωτον εις ταύτην την επιστολήν (την οποίαν φίλος τις στέλλει), ότι προ αναδοχήν της κοινής και πρώτης διδασκαλικής καθέδρας του γένους προσκαλούνται όχι άνδρες αρχαίοι και ευρωτιώντες, αλλ΄οίτινες με μάθησιν βασιμοτέραν, πολυμεστέραν, και ορθοτέραν μόνοι δύνανται να εκπληρώσωσι τας τωρινάς περί την παιδείαν χρείας του γένους, εις τας οποίας βέβαια δεν επαρκούσιν οι του παλαιού μονοτόνου, ξηρού, επιπολαίου και εις πολλά εσφαλμένου συστήματος.









































Γ.Ρ