Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Η αυτοδιοίκηση της Ελληνορθόδοξης κοινότητας Αδριανούπολης

Η Δημογεροντία ήταν η ανώτατη διοικητική και δικαστική αρχή της Ελληνορθόδοξης κοινότητας με πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Υπό τη δικαιοδοσία της υπάγονταν όλα τα κοινοτικά σώματα: εφορεία, εκκλησιαστική επιτροπή, αδελφότητες κ.ά.
Δεν γνωρίζουμε πότε η Δημογεροντία της Αδριανούπολης  αποφάσισε να συντάξει τον δικό της κανονισμό. Γνωρίζουμε, όμως, ότι τα τέλη του 17ου αιώνα, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669-1707), μαζί με τον Αδριανουπόλεως Αθανάσιο (1692-1709) συνέταξαν κανονισμό της Δημογεροντίας Αδριανουπόλεως. Ο κανονισμός όμως αυτός δεν σώζεται.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1840 η δωδεκαμελής Δημογεροντία συνέταξε νέο κανονισμό, ο οποίος επικυρώθηκε από τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Γεράσιμο (1840-1853). Ο κανονισμός αυτός αποτελούνταν από έξι άρθρα και θα είχε ισχύ για ένα έτος, όπως αναφέρει το 6° άρθρο του, αλλά για το διάστημα 1840-1884 δεν γνωρίζουμε αν η Δημογεροντία συνέταξε νέο κανονισμό ή αν αναθεώρησε τον κανονισμό του 1840. Όμως από συνεδρίαση της Δημογεροντίας, με ημερομηνία 8 Μαρτίου του 1894 πληροφορούμαστε ότι ο κανονισμός, που ίσχυε από το 1884, παρουσίασε ορισμένα κενά και η Δημογεροντία  θεώρησε αναγκαίο να γίνουν κάποιες προσθήκες σε ορισμένα άρθρα του.. Μετά την ψήφιση του κανονισμού θα τροποποιούνταν ανάλογα και ο κανονισμός της Κεντρικής Εφορείας.
 
Στη συνέχεια, αναφορές για τον κανονισμό της Δημογεροντίας συναντούμε σε συνεδρίαση του 1902, όπου ορισμένα μέλη της Δημογεροντίας πρότειναν να τροποποιηθούν μερικά άρθρα του κανονισμού και κυρίως αυτά που αφορούσαν τα καθήκοντα των Δημογερόντων.  Τελικά την 1 Φεβρουαρίου του 1904 στη Γενική Συνέλευση των πολιτών παρουσιάστηκε ο αναθεωρημένος κανονισμός από τη συντακτική επιτροπή και ψηφίστηκε.

1η Σελίδα του κανονισμού
Τελευταία Σελίδα του Κανονισμού

Ο κανονισμός αυτός,  μοναδικός και πλήρης, διασώζεται σήμερα στους Κώδικες της Ι. Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως. Αποτελείται από 32 άρθρα και μας δίνει πλήρη γνώση για το πώς λειτουργούσε η Δημογεροντία και γενικότερα η Ελληνική κοινότητα. Τον κανονισμό υπέγραψαν ο Μητροπολίτης Κύριλλος και οι Δημογέροντες Μιλτιάδης Αλτιναλμάζης, Θεόδωρος Παρασχίδης, Αριστοτέλης Δουκίδης, Στέφανος Τζιρίτης, Ιάκωβος Στεφανίδης, Κωνσταντίνος Αλεξιάδης και Κωνσταντίνος Καλλίου. Στο τέλος του κανονισμού υπογράφουν ακόμη είκοσι επτά μέλη που έλαβαν μέρος στη Γενική Συνέλευση των πολιτών.

Σύμφωνα με τον κανονισμό η Δημογεροντία αποτελούνταν από δώδεκα μέλη, τα οποία εκλέγονταν από την Εκλογική Συνέλευση. Δημογέροντες μπορούσαν να εκλεγούν οι Χριστιανοί Οθωμανοί υπήκοοι που ήσαν εγκατεστημένοι στην Αδριανούπολη και είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους. Η εκλογή τους γινόταν με μυστική ψηφοφορία και η θητεία τους ήταν διετής. Μπορούσαν να εκλεγούν και για δεύτερη περίοδο όχι, όμως, κατά σειρά για τρίτη περίοδο, αν δεν μεσολαβούσε τουλάχιστον ένα έτος. Σε περίπτωση που παραιτούνταν ή πέθαινε κάποιος Δημογέροντας αντικαθιστούνταν από τον πρώτο επιλαχόντα. Κανείς από τους Δημογέροντες δεν μπορούσε να είναι συγχρόνως και μέλος της Κεντρικής Εφορείας.

Τα βασικά καθήκοντα της Δημογεροντίας ήταν: να φροντίζει τα συμφέροντα της κοινότητας, να διαχειρίζεται υπεύθυνα την κινητή και ακίνητη περιουσία των ναών, των εκπαιδευτηρίων, του κηροποιείου, της Φιλόπτωχου Αδελφότητος, της Επιτροπής Ελέους και των μονών (Εκκλησιές- Μετόχια που ανήκαν σε μοναστήρια).
Επιπλέον, υπήρχε και ο κανονισμός της Κεντρικής Εφορείας που ασχολούνταν με τη βελτίωση της εκπαίδευσης της πόλεως, την ίδρυση σχολείων, τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας τους, την εκμάθηση της γλώσσας. Τέλος με τον ξεχωριστό κανονισμό των επιτρόπων διασφαλιζόταν η ορθή λειτουργία των ναών της πόλης και των προαστίων της. 

Ο κανονισμός της Δημογεροντίας μπορεί να χαρακτηριστεί και ως βάση των επόμενων δύο κανονισμών (της Κεντρικής Εφορίας και των Επιτρόπων), διότι η Δημογεροντία ήταν το ανώτατο διοικητικό σώμα της κοινότητας από το οποίο εξαρτιόνταν όλα τα σωματεία της πόλης, διαδραμάτιζε δε σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά - κοινοτικά θέματα. Η Κεντρική Εφορεία βρισκόταν σε συνεργασία με τη Δημογεροντία στα εκπαιδευτικά θέματα της πόλης, ενώ οι Επιτροπές των ναών εξαρτιόνταν από τη Δημογεροντία. Η Δημογεροντία αποφάσιζε, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως για όλα τα κοινοτικά θέματα και το έργο της ήταν πολύ σημαντικό. 

Οι τρεις κανονισμοί  (της Δημογεροντίας, της Κεντρικής Εφορείας και των Επιτρόπων) όντος έχουν μεταξύ τους κοινούς δεσμούς. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από τη Γενική Εκλογική Συνέλευση της Κεντρικής Εφορείας, καθώς και τη Γενική Εκλογική Συνέλευση της Δημογεροντίας, στις οποίες έπαιρναν μέρος αντιπρόσωποι της Δημογεροντίας, της Κεντρικής Εφορείας, Επίτροποι των ναών της πόλης και των προαστίων της, εκπρόσωποι των Αδελφοτήτων και των Συντεχνιών της πόλης. Έτσι λοιπόν με πλήρη εκπροσώπηση και με βάση τους τρεις κανονισμούς ρυθμίζονταν τα πράγματα της Ορθόδοξης κοινότητας.

Στις 27 Φεβρουαρίου του 1904, η Δημογεροντία, σε συνεδρίαση της, αποφάσισε να εκδώσει τον κανονισμό της Δημογεροντίας σε 100 αντίτυπα, τα οποία θα μοίραζε στις επιτροπές των ναών και στις συντεχνίες της πόλης. Στις 5 Μαρτίου του 1904, αποφάσισε να αυξήσει τον αριθμό των εντύπων σε 300 και ανέθεσε την παραγγελία τους στον βιβλιοπώλη Βασίλη Βαφειάδη. 

Για πέντε περίπου έτη στα πρακτικά της Δημογεροντίας δεν γίνεται λόγος για αναθεώρηση του κανονισμού της Δημογεροντίας. Αυτό σημαίνει ότι ο κανονισμός ίσχυε κανονικά χωρίς να παρουσιάζει κενά. Προβλήματα άρχισαν να παρουσιάζονται από τα τέλη του 1909 και τελικά έφθασε η 17 Απριλίου του 1922 για να συνέλθει η Γενική Συνέλευση των πολιτών υπό την Προεδρίαν της Α. Σεβασμιώτητος του Μητροπολίτου Αγίου Αδριανουπόλεως Κυρίου Πολυκάρπου ... συνωδά υπό χρονολ. 16 Ιανουαρίου ε. ετ. αποφάσει αυτής προς επιψήφισιν του αναθεωρηθέντος υπό ειδικής Επιτροπής…Κανονισμού της Κοινότητος, ανεγνώσθη ούτος κείμενος εκ 36 άρθρων και μετά τινας τροποποιήσεως και αρθραφαιρέσεως σημειωθείσας εν τέλει αυτού, επεψηφίσθη. 


Ο τελευταίος κανονισμός ίσχυσε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, διότι τον Οκτώβριο του 1922 οι κάτοικοι της Αδριανούπολης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα «πατρώα» εδάφη για να εγκατασταθούν στο Καραγάτς και απ’ εκεί οριστικά στην Ελλάδα.

Γ.Ρ