Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Η τύχη του Καραγάτς και του περί αυτού τριγώνου

       Στις 16 Δεκεμβρίου 1922 οι κάτοικοι του Καραγάτς περιχαρείς αποστέλλουν διά υπογραφούσης χειρός του Μητροπολίτου Αδριανουπόλεως Πολυκάρπου επιστολή προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που βρισκόταν τότε στη Λωζάννη ως Πρόεδρος της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, με την οποίαν του εκφράζουν την πλήρη ικανοποίησή τους για το ότι το Καραγάτς θα παρέμενε ελληνικό μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Σύνορο, όπως λένε, θα είναι στο εξής ο Έβρος ποταμός.
       Την εξέλιξη αυτή τη θεωρούν δίκαιη, καθώς, όπως γράφουν στην επιστολή, Τούρκος ποτέ δεν έζησε στο Καραγάτς και στο περί αυτού τρίγωνο, αλλά κι επιπλέον μ' αυτή την οριοθέτηση δεν επιτρέπεται στους Τούρκους να πατήσουν στην Ευρώπη.  
       Τι απογοήτευση θα αισθανθούν λίγους μήνες αργότερα!!

      Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή, ληφθείσα από το Εθνικό Ίδρυμα "Ελευθέριος Βενιζέλος".







Κ.Δ.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Πατριάρχης Κων/πόλεως Διονύσιος Ε', ο ανδριανουπολίτης

Ο  Διονύσιος Χαριτωνίδης γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1820 στην Αδριανούπολη, όπου τελείωσε το σχολείο. Από το 1839  εργάστηκε ως δάσκαλος στις Σαράντα Εκκλησιές για οχτώ χρόνια και κατόπιν στο Διδυμότειχο για άλλα τρία.
Το 1851 χειροτονήθηκε Διάκονος  στο Οικουμενικό Πατριαρχείο  και το 1856,  αφού χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, έγινε Πρωτοσύγκελος.
Το 1858 εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης, το 1868 Μητροπολίτης Διδυμοτείχου και από την 1ην Μαΐου 1873 Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1879, βούλγαροι μπήκαν στο χώρο της Μητρόπολης και κινδύνευσε από την  δολοφονική επίθεσή τους. Σώθηκε χάρη στην επέμβαση του Ρώσου στρατηγού Βιλτσεκόφσκυ, αφού η Αδριανούπολη ήταν στην κατοχή του Ρωσικού στρατού.
Από τις  7 Μαρτίου 1880 αναγκάστηκε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, καθώς αρρώστησε σοβαρά. Έτσι από το 1880 και έως το 1886 έγινε Μητροπολίτης Νικαίας.
Στις 22 Ιανουαρίου 1886 επανήλθε στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως.
Στις 23 Ιανουαρίου 1887, μετά την παραίτηση του Ιωακείμ Δ΄, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Χαρακτηριστικό είναι ότι την ημέρα της ενθρονήσεώς του τον «πανηγυρικόν επί τη περιστάσει λόγον εξεφώνησεν από του άμβωνος» ο  αρχιμανδρίτης  Γ. Παλαμάς, Σχολάρχης τότε της Μεγάλης του Γένους Σχολής.

Ο Διονύσιος ήταν φιλόμουσος, συνετός, αυταρχικός όμως, μη προσκολλώμενος πάντοτε στο γράμμα του νάμου, πολύπειρος και αποστρέφονταν κάθε νεωτερισμό.  Ήταν ο τελευταίος Πατριάρχης με αμφίεση κατά το πρότυπο της παλιάς εποχής: «εφόρει αρχαία τουρκικά πέδιλα (μέστια) και περιετύλισσε με μαύρο τουλπάνι (ύφασμα) το καλυμμαύχιον, το επονομαζόμενον κασπαστί» .
Εργάσθηκε  για την αγνότητα της χριστιανικής ευσέβειας και της εκκλησιαστικής ζωής, καθώς επίσης για την διατήρηση και στερέωση ιδρυμάτων και θεσμών.
Το 1887 δημοσίευσε τον κανονισμό λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Ενέκρινε, επίσης, τους  προβιβασμούς των Επισκοπών  α) Λέρου και Καλύμνου, β) Νικοπόλεως του Πόντου, και γ) Ελευθερουπόλεως,  σε Μητροπόλεις.
Ο Διονύσιος επέδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα στο λεγόμενο «προνομιακό ζήτημα», το οποίο ξεκίνησε όταν ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ αποφάσισε τον περιορισμό των προνομίων που είχαν οι Χριστιανοί. Σκοπός και προοπτική του ήταν η πλήρης κατάργηση των δικαιωμάτων που είχαν να ρυθμίζουν ως μιλέτ (της ορθόδοξης κοινότητας) θέματα όπως: εκπαίδευση, κλήτευση κληρικών, διαζύγια, κοινωνική πρόνοια με γηροκομεία, ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία.
 Έτσι, το 1890, ο Πατριάρχης υπέβαλε δύο φορές παραίτηση, στις 23 Ιουλίου και στις 2 Αυγούστου, οι οποίες όμως δεν έγιναν δεκτές. Κήρυξε την Εκκλησία «εν διωγμώ»  και από τις 4 Οκτωβρίου 1890 έκλεισε τις εκκλησίες που ανήκαν στο Πατριαρχείο και σταμάτησε κάθε ιεροπραξία.
Με τον τρόπο αυτό φθάσαν στα άκρα οι σχέσεις του Πατριαρχείου με την Πύλη, αλλά και προκλήθηκε παρέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας, ο οποίος απείλησε με πόλεμο σε περίπτωση που δε διατηρούνταν τα πατριαρχικά προνόμια. Η Πύλη υποχώρησε και στις 24 Δεκεμβρίου 1890 εξήγγειλε ότι τα προνόμια του Πατριαρχείου παρέμεναν σεβαστά.
Το 1890, επί δικής του πατριαρχίας, εκδόθηκε η  Ακολουθία της προπαρασκευής και εψήσεως του Αγίου Μύρου.

Ο Διονύσιος πέθανε από αποπληξία τη νύχτα της Δευτέρας 12 προς 13 Αυγούστου 1891. Η σωρός του ενταφιάστηκε στου τάφους των Πατριαρχών στην Ιερά Μονή του Μπαλουκλή.

Γ.Ρ 

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Άγιος Αθανάσιος (ο νέος) Α΄, Πατριάρχης Κων/πόλεως, ο ανδριανουπολίτης


Ο Όσιος Αθανάσιος καταγόταν από την Αδριανούπολη. Γεννήθηκε το 1220 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος και η μητέρα του Ευφροσύνη. Ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Όταν γεννήθηκε ο Όσιος, οι γονείς του τον βάπτισαν και του έδωσαν το όνομα Αλέξιος.
Όμως ο πατέρας του πέθανε νωρίς και ο Αλέξιος έμεινε ορφανός. Ο Αλέξιος ζούσε με την μητέρα του, κοντά στους συγγενείς του, αλλά και κοντά στην εκκλησία και προόδευε στην αρετή. 
Σε λίγο χρόνο, νεαρός ακόμη,  αποφάσισε να αφιερωθεί σ΄αυτή. 


Ο μοναχικός του βίος

Ξεκίνησε από ένα μοναστήρι της Θεσσαλονίκης όπου ζούσε ένας θείος του μοναχός. Εκεί έγινε και ο ίδιος μοναχός παίρνοντας το όνομα Ακάκιος. Δυστυχώς όμως στο πλούσιο αυτό μοναστήρι οι μοναχοί είχαν παρασυρθεί από τα υλικά αγαθά, πράγμα που δεν δεχόταν ο ασκητικός του χαρακτήρας.
΄Ετσι αναχώρησε για το Άγιο Όρος κι αφού γύρισε πολλά μοναστήρια του, εγκαταστάθηκε στην Μονή Εσφιγμένου για τρία χρόνια. Εκεί έκανε πολλούς και σκληρούς αγώνες. Βλέποντας οι μοναχοί τόση αρετή σε ένα νεώτερο, τον σέβονταν και τον τιμούσαν. Ο Άγιος φοβούμενος μήπως για την πρόσκαιρη δόξα στερηθεί την ουράνια, αναχώρησε και πήγε στα Ιεροσόλυμα

Προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, πήγε στο Όρος του Λάτρου, όπου διέμεινε λίγο καιρό σε ένα αναχωρητικό κελλί και στη συνέχεια στο Όρος του Αυξεντίου, όπου υπήρχαν αναρίθμητοι ασκητές. Μετά πήγε στην Μονή του Αγίου Λαζάρου στο Γαλλήσιο Όρος, όπου αφού υπέμεινε οκτώ χρόνους υπηρετώντας επιμελώς τους αδελφούς, έγινε μεγαλόσχημος και ονομάστηκε Αθανάσιος. Τον χειροτόνησαν χωρίς τη θέλησή του διάκονο και ιερέα και τον έκαμαν τυπικάρη και εκκλησιάρχη. Υπηρετώντας σε αυτά τα διακονήματα μελέτησε όλα τα βιβλία της Μονής.
Αφού έμεινε εκεί άλλα δέκα έτη, ήλθε πάλι στο Άγιο Όρος και η αναζήτηση κατέληξε στο όρος Γάνος. Το μέρος εκείνο ήταν πολύ κατάλληλο για άσκηση και εκεί ο Άγιος βρήκε την ησυχία που ποθούσε.
Σε λίγο καιρό, εκεί στο όρος Γάνος,  μαζεύτηκαν και άλλοι κοντά του, τους οποίους είλκυσε η αρετή του και συνέστησε Μοναστήρι. Πολλοί έρχονταν να τον ακούσουν όχι μόνον άνδρες, αλλά και ευλαβείς γυναίκες. Έτσι δημιουργήθηκε Μοναστήρι γυναικών και πολλές απ' αυτές αγίασαν.
Η φήμη των αρετών και των θαυμαστών προτερημάτων του Αγίου διαδόθηκε όχι μόνο στα περίχωρα, αλλά και στην Πόλη.

Τον χειροτονούν Πατριάρχη

       Κατά την εποχή εκείνη αυτοκράτορας στο Βυζάντιο ήταν ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, άνθρωπος πολύ ευσεβής. Αυτός, μαθαίνοντας την ξακουστή αρετή του Αγίου κάλεσε τους κληρικούς και τους Μητροπολίτες, για να ψηφίσουν, εάν θέλουν, τον Αθανάσιο Πατριάρχη. Πραγματικά εκλέχθηκε Πατριάρχης στις 14 Οκτωβρίου 1289. Η θητεία του διήρκησε τέσσερα χρόνια, αφού παραιτήθηκε τον Οκτώβριο του 1293 κι εγκατέλειψε την Πόλη επιστρέφοντας στο Μοναστήρι του.
Ο αυτοκράτορας ξανακάλεσε τον Αθανάσιο να γίνει Πατριάρχης δέκα χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 1303. Κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας, που διήρκεσε περίπου επτά χρόνια, εξέδωσε την εγκύκλιο περί της Κυριακής Αργίας. Σ’ αυτήν ορίζει την διάρκεια της Κυριακής Αργίας, από τη δύση του ήλιου του Σαββάτου, ως την ίδια ώρα της Κυριακής. Παραιτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1309.
Ως πατριάρχης χαρακτηρίζεται αυστηρός μεν αλλά δίκαιος, λιτός, απλός και ασκητικός. Θέλοντας να περιορίσει τους εκτός των μονών περιφερόμενους μοναχούς και ν΄ αναγκάσει τους αρχιερείς, που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, να επιστρέψουν στις επαρχίες των, συνάντησε όλων αυτών την αντίδραση. Έτσι απέκτησε πολλούς εχθρούς και κατά την πρώτην και κατά την δεύτερή του πατριαρχία. Έφθασαν μάλιστα αυτοί σε πρωτοφανείς συκοφαντίες και προς τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο, δείχνοντάς του εικόνα «παριστώσα αυτόν φέροντα χαλινόν εις το στόμα και συρόμενον ως υποζύγιον υπό του Αθανασίου!».
Η δεύτερη απομάκρυνση του πατριάρχη από τον οικουμενικό θρόνο συσχετίσθηκε με τις τάσεις αισχροκέρδιας και δωροδοκίας της εποχής.
Είναι μάλλον βέβαιο ότι και οι δύο παραιτήσεις υπήρξαν αποτέλεσμα της δικής του αγανάκτησης για όσα κακοήθη και κακόβουλα οι εχθροί του διέσπειραν σκανδαλίζοντας και τον λαό.
Ο Αθανάσιος θεωρείται ως μία σεπτή και ασκητική μορφή της εκκλησίας, που ακολουθούσε τα ίχνη των μεγάλων πατριαρχών και επιδίωκε να εξυψώσει την Εκκλησία με την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων και την απομάκρυνση από την κακή επιρροή  της  πολιτείας.
 
Το έργο του

Ο ίδιος συνέγραψε «τις Νεαρές» για την διόρθωση των ηθών -που εξέδωσε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος -, αλλά και απέστειλε ανάλογες επιστολές στον αυτοκράτορα. Σε μία από αυτές παραπονιούνταν διότι οι «τα δημόσια λειτουργούντες» συμπεριφέρονταν κακώς στους υπηκόους, και ενεργούσαν ως αιμοχαρείς  «βδέλλες». Ακόμη ζητά από τον ίδιο τον αυτοκράτορα «ίνα τηρηθώσι ασάλευτα δικαιοσύνη, σωφροσύνη και έλεος» προσθέτε δε «και ει μέλλει μη απολέσαι το παν συν ημίν, ασφαλή λόγον δώμεν τω Θεώ». Γενικά η αλληλογραφία του Αθανασίου με τον Αυτοκράτορα και άλλους λογίους, πλην του ότι είναι μαρτυρία για την προσωπικότητά του αποδεικνύει «τούτον  άνδρα λόγιον και εγκρατή του έλληνος λόγου».

Η κοίμησή του

Ζώντας μοναχικό βίο στο Μοναστήρι του, έχοντας πολλούς μαθητές, αλλά κι επισκέπτες, φθάνει στην ηλικία των 100 ετών, ασκητικός, λιτός και αγωνιστής. Πεθαίνει στις 28 Οκτωβρίου του 1320.
Η Ορθόδοξη εκκλησία τον κήρυξε Όσιο και τιμά την μνήμη του στις 28 Οκτωβρίου.
Το σκήνωμά του βρίσκεται σήμερα στο ναό του Αγίου Ζαχαρία Βενετίας. Επίσης, τεμάχιο του λειψάνου του βρίσκεται στη Μονή Παντοκράτορος, αλλά και στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ανδρούσης, το οποίο μεταφέρθηκε εκεί από την Ιερά Μονή Εσφιγμένου το 1967, με τη φροντίδα του Mητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Β΄.

Γ.Ρ



         


Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Τέσσερεις αδριανουπολίτες Οικουμενικοί Πατριάρχες

         Τέσσερεις αδριανουπολίτες εξελέγησαν Πατριάρχες για τον Οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Δύο εξ΄ αυτών κυρίχθηκαν Άγιοι από την Ορθόδοξη εκκλησία.
Τα ονόματά τους είναι:
1)΄Αγιος Αθανάσιος  Α΄ (1289-1310)
2) Άγιος Κύριλλος (1818-1821)
3) Αγαθάγγελος (1826-1832)
4) Διονύσιος Ε΄(1887 ως το 1891).
Τέλος ακόμη ένας σπουδαίος Πατριάρχης εξελέγη για το αρχαίο θρόνο της Ιερουσαλήμ με καταγωγή από ανατολική θράκη (συγκεκριμένα την Ραιδεστό): Ο Αθανάσιος ο Ε΄( 1827-1845).
Γ.Ρ

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Αγαθάγγελος, ο ανδριανουπολίτης


Γεννήθηκε σε χωριό της Αδριανούπολης στα μέσα του 18ου αι. Εκεί έμαθε και τα πρώτα του γράμματα.
Από σφοδρή επιθυμία πήγε νεαρός στο ΄Αγιο Όρος και εκάρη μοναχός στη Μονή Ιβήρων.
Γύρω στο 1800 έγινε Αρχιμανδρίτης της ελληνικής κοινότητας της Μόσχας.
Το Νοέμβριο του 1815 εξελέγη Μητροπολίτης Βελιγραδίου.
        Τον Αύγουστο του 1825 μετακινήθηκε ως Μητροπολίτης Χαλκηδόνος.
Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1826, αφού ο Πατριάρχης Χρύσανθος καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, εξελέγη ο Αγαθάγγελος ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
        Υπήρξε από τους μορφωμένους Πατριάρχες της εποχής του. Μιλούσε ελληνικά, τουρκικά, βουλγαρικά, ρωσικά και γαλλικά. Όμως ατυχείς ενέργειες δικές του ή συνεργατών του, καταρράκωσαν το κύρος του και προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, όπως :
1) Το 1827, όταν οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας, με προεξάρχοντα τον Καραϊσκάκη,  ζήτησαν τη μεσολάβησή του στο Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, για να τους χορηγηθεί αμνηστία. Ο Αγαθάγγελος, κατόπιν εντολής του Σουλτάνου, έστειλε αντιπροσωπεία στον Καποδίστρια, ζητώντας του την υποταγή των επαναστατημένων Ελλήνων με την υπόσχεση ειρήνης και αμνηστείας. Η απάντηση φυσικά ήταν αρνητική, αλλά η ενέργεια αυτή του Πατριάρχη θεωρήθηκε αντεθνική.
2) Επίσης η ανάμειξή του στην εκλογή Πατριάρχη Ιεροσολύμων.
Και τα δύο οδήγησαν τελικά στην καθαίρεσή του από τον Σουλτάνο Μαχμούτ στις 5 Ιουλίου 1830, μετά από αίτηση του συμβουλίου λαϊκών και συνοδικών λόγω των παραπάνω αλλά κυρίως της αυταρχικής διοίκησής του.

       Εξορίστηκε  στην Καισάρεια και κατόπιν στην Αδριανούπολη, όπου και πέθανε το 1832.
Στο πνευματικό του έργο συγκαταλέγονται έξι διατάγματα : 1) το πολύ σημαντικό, της κατασκευής του Αγίου Μύρου (μόνο) υπό του Οικ. Πατριαρχείου (Οκτ.1826), 2) περί προικοδοσιών γάμου (Οκτ.1827), 3) περί ενισχύσεως των νοσοκομείων εκ των προικοδοσιών (Δεκ.1827), 4) περί του μη καταχράσθαι τον εκκλησιαστικόν πλούτον (Αυγ.1828), 5) περί του θείου βαπτίσματος (Σεπ.1828), 6) τακτοποίηση μοναζόντων εις διάφορας μονάς και την ενοποίηση των Μητροπόλεων Κορυτσάς και Πωγωνιανής.
Τέλος βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης, με την υπογραφή του, σώζονται στην βιβλιοθήκη Αδριανουπόλεως του ΦΣΑ.
Γ.Ρ




Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Επίσκοπος Ναζιανζού Ιγνάτιος Σαράφογλου, εξ Αδριανουπόλεως

   Ο Ιωάννης Σαράφογλου, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1739, όμως από το 1743 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη και φυσικά ό ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Αδριανουπολίτη, αφού από τεσσάρων ετών μεγάλωσε σ΄αυτήν.

Το 1753 επέλεξε να γίνει μοναχός στο Άγιο Όρος και έλαβε το όνομα Ιγνάτιος. Ένα χρόνο μετά (23-6-1754) έγινε ιεροδιάκονος στην Μονή της Μεγίστης Λαύρας.
Τον επόμενο χρόνο (1755) πηγαίνει για επιπλέον σπουδές στην περίφημο Μπαλάνειο Σχολή Ιωαννίνων. Τα επόμενα χρόνια συνεχίζει τον αγώνα της μόρφωσης έχοντας περίφημους διδασκάλους όπως τον Ασκητή στην Τρίκκη και τον ιερομόναχο Ευγένιο στο Καρπενήσι.
Έντεκα χρόνια μετά, και συγκεκριμένα το 1761, επιστρέφει στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπως ο ίδιος εθεωρούσε την Αδριανούπολη, και χειροτονείται Ιερομόναχος. Το 1764 διορίζεται και ως διδάσκαλος στην Αστική Σχολή της Αδριανούπολης, όπου για τα επόμενα τέσσερα χρόνια μεταδίδει τις γνώσεις του.
Φαίνεται όμως ότι ο αγώνας της μόρφωσης είναι μακρύς και το 1768 ο ίδιος εγγράφεται και φοιτά στην Μεγάλη του Γένους σχολή στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1773 γίνεται Πρωτοσύγκελος του Μητροπολίτου Αθηνών Γρηγορίου και αργότερα του Μητροπολίτου Καισαρείας.
Τελικά από το 1789 ανεδείχθηκε σε Επίσκοπο Ναζιανζού. Όμως μετά από μερικά χρόνια αναγκάσθηκε να αποσυρθεί εφησυχάζων στην πατρίδα του Αδριανούπολη, στην οποία και πέθανε στις 20-6-1818.
Έγραψε τα έργα: 1) Εγχειρίδιο των εν Κωνσταντινουπόλη Αρχιερατευσάντων, από του Αποστόλου Ανδρέα μέχρι του Κυρίλλου του Στ΄(το οποίο και χάθηκε), 2) Χρονολογία ακριβής της Θεία και Ιεράς Γραφής, απ΄της εξώσεως του Αδάμ εκ του παραδείσου μέχρι της κατά σάρκα γεννήσεως του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, 3) Απομνημονεύματα, 4) Περιηγήσεις της επαρχίας Καισαρείας και Ικονίου, 5) Σύντομος ελληνική γραμματολογία, 6) Η άθλησις του εν Καισαρεία νεομάρτυρος Δημητρίου.
Επίσης στα Θρακικά δημοσιεύθηκε – για πρώτη φορά -  περιγραφή της Αδριανούπολης που συνέγραψε ο ίδιος το 1760, σε χειρόγραφα και διασώθηκε από  του Γ. Λαμπουσιάδη.
Τέλος βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης, με την υπογραφή του, σώζονται στην βιβλιοθήκη Αδριανουπόλεως του ΦΣΑ.


Γ.Ρ